- μεταπειστός
- -ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) [μεταπείθω]αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπειστός — open to persuasion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπειστόν — μεταπειστός open to persuasion masc/fem acc sg μεταπειστός open to persuasion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek